Η λέξη "auxiliares" είναι ένα ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: [awksiliˈaɾes]
Η λέξη "auxiliares" προέρχεται από την ισπανική λέξη "auxiliar", που σημαίνει "να βοηθήσει" ή "βοηθητικός". Χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε άτομα ή πράγματα που παρέχουν βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιες διαδικασίες. Στον τομέα της γλωσσολογίας, οι "auxiliares" αναφέρονται σε βοηθητικά ρήματα που χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν χρόνους ή τρόπους.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου (προφορικό και γραπτό), με ελαφρά μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο λόγω των ακαδημαϊκών και τεχνικών συμφραζομένων.
Los verbos auxiliares ayudan a formar tiempos compuestos.
(Τα βοηθητικά ρήματα βοηθούν στη δημιουργία σύνθετων χρόνων.)
Muchos estudiantes necesitan profesores auxiliares para mejorar su aprendizaje.
(Πολλοί μαθητές χρειάζονται βοηθούς καθηγητές για να βελτιώσουν τη μάθησή τους.)
Los auxiliares de enfermería son esenciales en un hospital.
(Οι βοηθοί νοσοκόμων είναι απαραίτητοι σε ένα νοσοκομείο.)
Η λέξη "auxiliares" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Auxiliares que marcan la diferencia
(Βοηθητικοί που κάνουν τη διαφορά)
Χρησιμοποιείται για να αναδείξει τη σημασία της βοήθειας σε μια κατάσταση.
Ser un auxiliar en la sombra
(Να είσαι ένας βοηθός στη σκιά)
Αναφέρεται σε κάποιον που παρέχει υποστήριξη, αλλά δεν βρίσκεται στο επίκεντρο.
Contar con auxiliares confiables es fundamental
(Να έχεις αξιόπιστους βοηθούς είναι θεμελιώδες)
Υποδηλώνει την αξία αξιόπιστων συμπαραστατών σε οποιαδήποτε εργασία.
Auxiliares que llevan el peso de la carga
(Βοηθητικοί που σηκώνουν το βάρος του φορτίου)
Μια έκφραση που δείχνει ότι κάποιοι είναι υπεύθυνοι για τα πιο δύσκολα καθήκοντα.
Η "auxiliares" προέρχεται από τα Λατινικά "auxiliaris", το οποίο σημαίνει "βοηθητικός", παράγωγο του "auxilium", που σημαίνει "βοήθεια".
Colaboradores (συνεργάτες)
Αντώνυμα: