auxilio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

auxilio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "auxilio" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[awˈsiljo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "auxilio" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της παροχής βοήθειας ή υποστήριξης σε κάποιον που την χρειάζεται. Συνήθως χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική ή σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Necesito auxilio para resolver este problema."
  2. "Χρειάζομαι βοήθεια για να λύσω αυτό το πρόβλημα."

  3. "El auxilio de los médicos fue fundamental en la crisis."

  4. "Η βοήθεια των γιατρών ήταν θεμελιώδης στην κρίση."

  5. "Ella llamó a la policía pidiendo auxilio."

  6. "Αυτή κάλεσε την αστυνομία ζητώντας βοήθεια."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "auxilio" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε εκφράσεις που σχετίζονται με επείγουσες καταστάσεις ή ανάγκες βοήθειας.

Παραδείγματα με ιδιωματικές εκφράσεις

  1. "Estar en auxilio"
  2. "Βρίσκομαι σε κατάσταση βοήθειας."

  3. "Dar auxilio a alguien"

  4. "Να δώσεις βοήθεια σε κάποιον."

  5. "Auxilio en caso de emergencia"

  6. "Βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης."

  7. "Buscar auxilio"

  8. "Να ζητήσεις βοήθεια."

  9. "Auxilio inmediato"

  10. "Άμεση βοήθεια."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "auxilio" προέρχεται από τα λατινικά "auxilium", που σημαίνει βοήθεια, υποστήριξη, διάσωση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ayuda (βοήθεια) - apoyo (υποστήριξη) - socorro (διάσωση)

Αντώνυμα: - obstaculizar (να εμποδίσεις) - ignorar (να αγνοήσεις) - despreciar (να καταφρονήσεις)



22-07-2024