Η λέξη "auxilio" είναι ουσιαστικό.
[awˈsiljo]
Η λέξη "auxilio" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της παροχής βοήθειας ή υποστήριξης σε κάποιον που την χρειάζεται. Συνήθως χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική ή σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"Χρειάζομαι βοήθεια για να λύσω αυτό το πρόβλημα."
"El auxilio de los médicos fue fundamental en la crisis."
"Η βοήθεια των γιατρών ήταν θεμελιώδης στην κρίση."
"Ella llamó a la policía pidiendo auxilio."
Η λέξη "auxilio" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε εκφράσεις που σχετίζονται με επείγουσες καταστάσεις ή ανάγκες βοήθειας.
"Βρίσκομαι σε κατάσταση βοήθειας."
"Dar auxilio a alguien"
"Να δώσεις βοήθεια σε κάποιον."
"Auxilio en caso de emergencia"
"Βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης."
"Buscar auxilio"
"Να ζητήσεις βοήθεια."
"Auxilio inmediato"
Η λέξη "auxilio" προέρχεται από τα λατινικά "auxilium", που σημαίνει βοήθεια, υποστήριξη, διάσωση.
Συνώνυμα: - ayuda (βοήθεια) - apoyo (υποστήριξη) - socorro (διάσωση)
Αντώνυμα: - obstaculizar (να εμποδίσεις) - ignorar (να αγνοήσεις) - despreciar (να καταφρονήσεις)