Aval (ουσιαστικό)
IPA: /aˈβal/
Η λέξη "aval" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια εγγύηση ή υποστήριξη που παρέχεται συνήθως σε σχέση με χρηματοοικονομικές συναλλαγές ή υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφωνίες, συμβάσεις ή νομικά έγγραφα. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και νομικά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και νομικά περιβάλλοντα.
Παράδειγμα προτάσεων: 1. "El banco solicita un aval antes de conceder el préstamo." - "Η τράπεζα ζητά μια εγγύηση πριν παραχωρήσει το δάνειο."
Η λέξη "aval" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Ο διευθυντής αποφάσισε να δώσει εγγύηση στη νέα επένδυση."
Avalar un proyecto:
"Είναι σημαντικό να εγγυηθούμε ένα έργο που να ευθυγραμμίζεται με τις αξίες της εταιρείας."
Avalar a alguien:
Η λέξη "aval" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "aval", η οποία έχει παρόμοια σημασία και χρησιμοποιείται στον νομικό και οικονομικό τομέα.
Συνώνυμα: - Garantía (εγγύηση) - Respaldo (υποστήριξη, στήριξη)
Αντώνυμα: - Desamparo (ανημποριά) - Inseguridad (ανασφάλεια)