aval - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aval (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Aval (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

IPA: /aˈβal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "aval" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια εγγύηση ή υποστήριξη που παρέχεται συνήθως σε σχέση με χρηματοοικονομικές συναλλαγές ή υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφωνίες, συμβάσεις ή νομικά έγγραφα. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και νομικά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και νομικά περιβάλλοντα.

Παράδειγμα προτάσεων: 1. "El banco solicita un aval antes de conceder el préstamo." - "Η τράπεζα ζητά μια εγγύηση πριν παραχωρήσει το δάνειο."

  1. "Él firmó un aval para ayudar a su amigo con la hipoteca."
  2. "Υπέγραψε μια εγγύηση για να βοηθήσει τον φίλο του με την υποθήκη."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "aval" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Dar aval:
  2. "El gerente decidió dar aval a la nueva inversión."
  3. "Ο διευθυντής αποφάσισε να δώσει εγγύηση στη νέα επένδυση."

  4. Avalar un proyecto:

  5. "Es importante avalar un proyecto que se alinee con los valores de la empresa."
  6. "Είναι σημαντικό να εγγυηθούμε ένα έργο που να ευθυγραμμίζεται με τις αξίες της εταιρείας."

  7. Avalar a alguien:

  8. "Siempre es bueno avalar a alguien que tiene buenas intenciones."
  9. "Πάντα είναι καλό να υποστηρίζουμε κάποιον που έχει καλές προθέσεις."

Ετυμολογία

Η λέξη "aval" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "aval", η οποία έχει παρόμοια σημασία και χρησιμοποιείται στον νομικό και οικονομικό τομέα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Garantía (εγγύηση) - Respaldo (υποστήριξη, στήριξη)

Αντώνυμα: - Desamparo (ανημποριά) - Inseguridad (ανασφάλεια)



22-07-2024