Η λέξη "avalado" προέρχεται από το ρήμα "avaladar", το οποίο σημαίνει να παρέχεται μια εγγύηση ή υποστήριξη για κάτι. Στον νομικό τομέα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που έχει επισήμως υποστηριχθεί ή καλυφθεί από μια εγγύηση. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά καλή σε νομικά κείμενα και έγγραφα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
El contrato fue avalado por un abogado.
(Η σύμβαση επικυρώθηκε από έναν δικηγόρο.)
Necesitamos un documento avalado para la solicitud.
(Χρειαζόμαστε ένα εγκεκριμένο έγγραφο για την αίτηση.)
El estudiante presentó un proyecto avalado por la universidad.
(Ο φοιτητής παρουσίασε ένα έργο που υποστηρίζεται από το πανεπιστήμιο.)
Η λέξη "avalado" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με εγγυήσεις και υποστήριξη.
Un préstamo avalado por un bien.
(Ένα δάνειο εγκεκριμένο από ένα περιουσιακό στοιχείο.)
Un contrato avalado por la ley.
(Μια σύμβαση που υποστηρίζεται από τον νόμο.)
Avalar una decisión.
(Να υποστηρίξεις μια απόφαση.)
Avalado por la experiencia.
(Επικυρωμένο από την εμπειρία.)
Η λέξη "avalado" προέρχεται από το ρήμα "avaladar", το οποίο έχει ρίζες στη Λατινική γλώσσα, ειδικότερα από την λέξη "avallare" που σημαίνει "να υποστηρίξεις κάτι".
respaldado (υποστηριγμένος)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες καταδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "avalado" στη νομική ορολογία στην Ισπανικά, καθώς και την εφαρμογή της σε διάφορους τομείς.