avalancha είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης avalancha: [aβaˈlan.t͡ʃa]
Η λέξη avalancha αναφέρεται συνήθως σε μια γρήγορη και καταστροφική κίνηση χιονιού ή άλλου υλικού που κατεβαίνει από μια πλαγιά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γεωγραφίας και των φυσικών φαινομένων. Παρά την επιστημονική της σημασία, χρησιμοποιείται και σε μεταφορικούς ή μεταφορικούς τρόπους στον καθημερινό λόγο. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, είναι σχετικά συχνή, ειδικά σε συμφραζόμενα που αφορούν τη φύση και τις φυσικές καταστροφές.
Η χιονοστιβάδα κάλυψε ολόκληρη την κοιλάδα μέσα σε λίγα λεπτά.
Después de la avalancha, muchos montañistas desaparecieron.
Μετά την χιονοστιβάδα, πολλοί ορειβάτες εξαφανίστηκαν.
Los expertos advierten sobre el peligro de avalanchas en invierno.
Η λέξη avalancha χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που προσδιορίζουν καταστάσεις που επιβαρύνουν ή είναι σοβαρές:
Έλαβα μια χιονοστιβάδα ηλεκτρονικών μηνυμάτων μετά την διάσκεψη.
La avalancha de problemas nos ha dejado sin opciones.
Η χιονοστιβάδα προβλημάτων μας έχει αφήσει χωρίς επιλογές.
Fue una avalancha de emociones cuando se enteró de la noticia.
Ήταν μια χιονοστιβάδα συναισθημάτων όταν έμαθε τα νέα.
Vivimos en una avalancha de información en la era digital.
Η λέξη avalancha προέρχεται από το λατινικό avalancha, το οποίο σχετίζεται με το ρήμα "avalanchar", που σημαίνει "να πέφτει βίαια". Υπάρχει επίσης μια σύνδεση με το γαλλικό avalanche, που έχει την ίδια έννοια.
Συνώνυμα: - deslizamiento (κατολίσθηση) - derrumbe (κατάρρευση)
Αντώνυμα: - estabilización (σταθεροποίηση) - tranquilidad (ηρεμία)