Το "avalar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [a.βaˈlaɾ]
Η λέξη "avalar" σημαίνει να παρέχει κάποιος εγγύηση, υποστήριξη ή επιβεβαίωση για κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται στο οικονομικό και νομικό πλαίσιο όταν αναφέρεται σε εγγυήσεις για δάνεια ή συμβάσεις και είναι σχετικά κοινή. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
"El banco necesita un avalar para el préstamo."
(Η τράπεζα χρειάζεται μια εγγύηση για το δάνειο.)
"Es importante avalar la calidad del producto antes de la venta."
(Είναι σημαντικό να πιστοποιηθεί η ποιότητα του προϊόντος πριν από την πώληση.)
"Ella decidió avalar su decisión con pruebas concretas."
(Αυτή αποφάσισε να επιβεβαιώσει την απόφασή της με συγκεκριμένα στοιχεία.)
Η λέξη "avalar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ιδιαίτερα σε συνδυασμούς που σχετίζονται με εγγυήσεις και επιβεβαιώσεις.
"Avalar un proyecto significa asumir la responsabilidad por su éxito."
(Το να εγγυηθείς ένα έργο σημαίνει να αναλάβεις την ευθύνη για την επιτυχία του.)
"No puedo avalar tu comportamiento en esa reunión."
(Δεν μπορώ να υποστηρίξω τη συμπεριφορά σου σε εκείνη τη συνάντηση.)
"El empresario decidió avalar el nuevo plan de expansión."
(Ο επιχειρηματίας αποφάσισε να εγγυηθεί το νέο σχέδιο επέκτασης.)
"Es fundamental avalar la credibilidad de las fuentes de información."
(Είναι θεμελιώδους σημασίας να πιστοποιηθεί η αξιοπιστία των πηγών πληροφόρησης.)
"El testimonio del experto avalará la validez de la investigación."
(Η μαρτυρία του ειδικού θα επιβεβαιώσει τη validity της έρευνας.)
Η λέξη "avalar" προέρχεται από το λατινικό "avallare", που σημαίνει "να εγγυηθείς" ή "να στηρίξεις".
Συνώνυμα: - Garantizar (να εγγυηθεί) - Confirmar (να επιβεβαιώσει) - Respaldar (να υποστηρίξει)
Αντώνυμα: - Descartar (να απορρίψει) - Negar (να αρνηθεί) - Inhabilitar (να ανικανώσει ή να αχρηστεύσει)