Η λέξη "avanzado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [aβanˈðaðo]
Η λέξη "avanzado" αναφέρεται σε κάτι που είναι σε προχωρημένο στάδιο ή είναι ανεπτυγμένο. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών σε διάφορες καταστάσεις, όπως στην εκπαίδευση, την τεχνολογία, τη στρατιωτική ορολογία και άλλες περιπτώσεις που απαιτούν μια έννοια προηγμένης γνώσης ή ανάπτυξης. Ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Το μάθημα των μαθηματικών είναι πολύ προχωρημένο.
La tecnología actual es considerada avanzada.
Η τρέχουσα τεχνολογία θεωρείται προηγμένη.
El ejército tiene una estrategia avanzada para la defensa.
Η λέξη "avanzado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να ξέρω κάτι με προχωρημένο τρόπο.
Tener un entendimiento avanzado de la materia.
Να έχω προχωρημένη κατανόηση του θέματος.
Estar en un nivel avanzado de habilidad.
Να βρίσκομαι σε προχωρημένο επίπεδο ικανότητας.
Implementar tecnología avanzada.
Να εφαρμόζω προηγμένη τεχνολογία.
Crear un sistema avanzado.
Η λέξη "avanzado" προέρχεται από το ρήμα "avanzar", που σημαίνει "προχωρώ", και προέρχεται από τα Λατινικά "abante", που σημαίνει "μπροστά".
Συνώνυμα: - Progresivo (προοδευτικός) - Desarrollado (αναπτυγμένος)
Αντώνυμα: - Retardado (καθυστερημένος) - Básico (βασικός)