Ρήμα
/avanˈθar/ (Ισπανικά, στη σπανική προφορά της Ισπανίας)
/avanˈsar/ (Ισπανικά, στη λατινοαμερικάνικη προφορά)
Η λέξη avanzar χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της προόδου ή της κίνησης προς τα εμπρός, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε διάφορους τομείς, όπως η καθημερινή ζωή, η εκπαίδευση, και ακόμα και σε στρατηγικά ή στρατιωτικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Necesitamos avanzar en el proyecto para cumplir con el plazo.
Πρέπει να προχωρήσουμε στο έργο για να τηρήσουμε την προθεσμία.
El ejército tiene que avanzar hacia la frontera.
Ο στρατός πρέπει να προχωρήσει προς τα σύνορα.
Es importante avanzar en nuestras habilidades para tener éxito.
Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε στις ικανότητές μας για να έχουμε επιτυχία.
Η λέξη avanzar χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν πρόοδο ή βελτίωση σε διάφορους τομείς.
Esto significa avanzar muy rápidamente.
Αυτό σημαίνει να προχωράμε με πολύ γρήγορους ρυθμούς.
Avanzar en la vida
Se usa para referirse a lograr mejoras personales o profesionales.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στις προσωπικές ή επαγγελματικές βελτιώσεις.
Avanzar con firmeza
Significa avanzar de manera decidida y segura.
Σημαίνει να προχωράμε με αποφασιστικότητα και ασφάλεια.
Avanzar al futuro
Η λέξη avanzar προέρχεται από το λατινικό abante, που σημαίνει "προς τα εμπρός". Η ρίζα αυτή συνδέεται με την έννοια της κίνησης και της προόδου.
Συνώνυμα:
- Progresar (προοδεύω)
- Adelantar (παρεμβαίνω, προχωρώ)
- Mejorar (βελτιώνω)
Αντώνυμα:
- Retroceder (υποχωρώ, πηγαίνω πίσω)
- Detenerse (σταματώ)
- Fracasar (αποτυγχάνω)