• Επίθετο.
• [a.βα.ρι.θ͡si.oso]
• απληστία • φιλοχρηματία
Η λέξη avaricioso αναφέρεται σε άτομο που επιδεικνύει υπερβολική επιθυμία να αποκτήσει πλούτο ή υλικά αγαθά, συχνά εις βάρος άλλων ή της ηθικής. Χρησιμοποιείται κοινώς για να χαρακτηρίσει ανθρώπους που είναι εγωιστές και απορροφημένοι από τα υλικά.
Χρησιμοποιείται: - Ενδέχεται να χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά δεν είναι σπάνιο να ακούγεται και στον προφορικό λόγο.
Él es un hombre avaricioso que solo se preocupa por su dinero.
Είναι ένας απληστής άνθρωπος που νοιάζεται μόνο για τα χρήματά του.
La avaricia a menudo lleva a problemas en las relaciones familiares.
Η απληστία συχνά οδηγεί σε προβλήματα στις οικογενειακές σχέσεις.
Ser avaricioso no te traerá la felicidad que buscas.
Η απληστία δεν θα σου φέρει την ευτυχία που ψάχνεις.
Η λέξη avaricioso δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπληρωθεί σε κάτι που αποτυπώνει την αχαλίνωτη επιθυμία για πλούτο.
Tener avaricia es como estar atrapado en una jaula dorada.
Η απληστία είναι σαν να είσαι παγιδευμένος σε ένα χρυσό κλουβί.
La avaricia rompe el saco.
Η απληστία σπάει το σακί (υπονοώντας ότι το πάθος για πλούτο μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες).
Vivir en la avaricia solo trae infelicidad.
Η ζωή στην απληστία φέρνει μόνο δυστυχία.
Η λέξη avaricioso προέρχεται από το λατινικό avarus, που σημαίνει «απληστία» ή «φιλοχρηματία» και σχετίζεται με την επιθυμία για πλούτο χωρίς όρια.
Συνώνυμα:
- Ávaro
- Codicioso
- Egoísta
Αντώνυμα:
- Generoso (γενναιόδωρος)
- Desprendido (αυθόρμητος)
- Altruista (αλτρουιστής)