Αβασάλιαρ είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [aβaˈsal̪ar]
Η λέξη avasallar σημαίνει την πράξη του να υποτάσσεις κάποιον ή κάτι, να ασκείς έλεγχο ή κυριαρχία. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, στρατιωτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε προφορικές συνομιλίες, κυρίως όταν οι άνθρωποι αναφέρονται σε θέματα εξουσίας ή υποταγής.
Ο βασιλιάς αποφάσισε να υποτάξει τους εχθρούς του για να εδραιώσει την εξουσία του.
La empresa intenta avasallar a sus competidores mediante estrategias agresivas.
Η λέξη avasallar μπορεί να εμφανιστεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Algunas naciones avasallan con la fuerza a las más débiles."
No dejarse avasallar
"Es importante no dejarse avasallar en una relación abusiva."
Avasallar a la opinión pública
Η λέξη avasallar προέρχεται από τον λατινικό όρο vassalus, που σημαίνει "υπηρέτης" ή "υπόδουλος", συνδυασμένο με το πρόθεμα a- που υποδηλώνει την κατεύθυνση ή τη δράση.
Συνώνυμα: - Subyugar (υποτάσσω) - Dominamos (κυριαρχώ)
Αντώνυμα: - Liberar (απελευθερώνω) - Defender (υπερασπίζω)