Το "avejentar" είναι ρήμα.
/aβeχentan̪ar/
Η λέξη "avejentar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - να γερνάω - να κατασιγάσω
Η λέξη "avejentar" είναι ένα ρηματικό σχήμα που σχετίζεται με τη διαδικασία της γήρανσης ή του να καταλήγεις σε μια κατάσταση ηρεμίας. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια και είναι περισσότερο διαδεδομένη σε γραπτές μορφές παρά στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι περιορισμένη και εμφανίζεται κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα ή φιλοσοφικές συζητήσεις, αναφερόμενη στο πέρασμα του χρόνου ή στην ψυχολογική κατάσταση.
Όταν κάποιος γεράσει, αρχίζει να βλέπει τη ζωή με άλλη οπτική.
Es natural avejentar y aceptar el ciclo de la vida.
Είναι φυσικό να γερνάμε και να αποδεχόμαστε τον κύκλο της ζωής.
Las experiencias vividas nos ayudan a avejentar con sabiduría.
Ο όρος "avejentar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω θα παρατεθούν κάποιες σχετικές προτάσεις:
Με το πέρασμα του χρόνου, όλοι γερνάμε, αλλά αυτό που μετράει είναι το νεανικό πνεύμα.
A vejentar con gracia es un arte que pocos dominan.
Να γερνάς με χάρη είναι μια τέχνη που λίγοι κατέχουν.
El secreto para avejentar feliz es rodearse de personas positivas.
Η λέξη "avejentar" προέρχεται από την ρίζα "veje", που σχετίζεται με τη λέξη "viejo" (γηραιός, παλαιός) και ενσωματώνει την κατάληξη "-antar", όπως πολλές άλλες ισπανικές λέξεις με την έννοια της διαδικασίας ή της δράσης.
Συνώνυμα: - envejecerse - madurar
Αντώνυμα: - rejuvenecer - revitalizar