Avenencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή είναι: /aβeˈnenθja/
Η λέξη avenencia αναφέρεται σε μια συμφωνία ή συναίνεση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες μέρη. Χρησιμοποιείται συχνά στο νομικό και γενικό λεκτικό πλαίσιο για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία οι εμπλεκόμενοι φτάνουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Στην καθημερινή γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της είναι ικανοποιητική, αν και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές μορφές, ειδικότερα σε νομικά κείμενα ή συμβάσεις.
Η συμφωνία μεταξύ των μερών οδήγησε σε μια ειρηνική επίλυση.
Es importante que haya avenencia antes de firmar el contrato.
Είναι σημαντικό να υπάρχει συμφωνία πριν από την υπογραφή του συμβολαίου.
La avenencia se logró tras muchas negociaciones.
Η λέξη avenencia χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ιδέα της συναίνεσης και της συνεργασίας.
Μετά από πολλές συζητήσεις, κατόρθωσαν να φτάσουν σε μια συμφωνία που ωφέλησε όλους.
Avenencia tácita.
Η άτυπη συμφωνία μεταξύ των συνδικάτων και της επιχείρησης διευκόλυνε τη διαπραγμάτευση.
Avenencia en los términos.
Είναι θεμελιώδες να επιτευχθεί συμφωνία στους όρους πριν προχωρήσουμε.
Hacer avenencia.
Η λέξη avenencia προέρχεται από το ρήμα avenir, το οποίο σημαίνει "να έρθω σε συμφωνία" ή "να φτάσω σε συμφωνία με". Η ρίζα του επηρεάστηκε από το λατινικό "advenire", που σημαίνει "να έρθω προς".