Το "aventar" είναι ρήμα (verb) στην ισπανική γλώσσα.
[aβenˈtaɾ]
Η λέξη "aventar" χρησιμοποιείται κυρίως σε δύο σημασίες. Στην πιο γενική και κυριολεκτική της έννοια, σημαίνει "να σπρώχνω" ή "να απλώσω" κάτι στον αέρα (π.χ. το άνοιγμα ενός παραθύρου). Σε πιο μεταφορική χρήση, μπορεί να σημαίνει "να φέρω σε γνώση" ή "να προειδοποιήσω" σχετικά με κάτι.
Στη γλώσσα των ισπανόφωνων, η χρήση της είναι σχετικά πιο συχνή στον γραπτό λόγο, με περιορισμένες αναφορές στον προφορικό πολυάριθμο τύπο.
"Ο άνεμος άρχισε να εξαπλώνει τα φύλλα σε όλο τον κήπο."
"No debes aventar rumores sin tener pruebas."
Η λέξη "aventar" δεν είναι τόσο συνηθισμένη στις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία φράσεων που περιγράφουν την έννοια της προειδοποίησης ή της προώθησης γνώσεων.
"Πάντα αποστέλλει προειδοποιητικά μηνύματα στους φίλους της."
"Aventar el peligro"
Η λέξη "aventar" προέρχεται από το λατινικό "adventare", που σημαίνει "να πηγαίνω προς" ή "να προσεγγίζω".
Συνώνυμα: - Difundir (να διαδώσω) - Prevenir (να προειδοποιήσω)
Αντώνυμα: - Ocultar (να κρύψω) - Retener (να κρατήσω)