Η λέξη "aventura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/a.βenˈtu.ɾa/
Η λέξη "aventura" αναφέρεται σε μια κατάσταση που περιλαμβάνει κινδύνους ή περιπετειώδεις καταστάσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει δραστηριότητες που περιλαμβάνουν εξερεύνηση ή ανακάλυψη, συχνά με μια αίσθηση ενθουσιασμού ή περιέργειας. Η χρήση της λέξης στη γλώσσα Ισπανικά είναι αρκετά συχνή, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή περιγραφικά κείμενα.
Η περιπέτεια του να σκαρφαλώνεις βουνά με έχει γοητεύσει πάντα.
Fui a un parque de atracciones y viví una aventura increíble.
Η λέξη "aventura" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Μεταφορικά σημαίνει ότι κάποιος είναι σε μια κατάσταση γεμάτη απρόβλεπτα γεγονότα.
Aventura de la vida real.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει σπουδαία γεγονότα που συμβαίνουν στην καθημερινότητα.
Hacer una aventura.
Αναφέρεται στην εμπλοκή σε νέες και συναρπαστικές δραστηριότητες.
Una aventura al aire libre.
Γενικά μιλά για δραστηριότητες που γίνονται έξω, όπως πεζοπορία ή κάμπινγκ.
Aventura romántica.
Η λέξη "aventura" προέρχεται από το λατινικό "adventūra", που σημαίνει "αυτό που θα έρθει" ή "μοίρα".
Συνώνυμα: - peripecia - aventura - emoción
Αντώνυμα: - rutina - monotonía - estancamiento