Ρήμα
/abentuˈɾaɾse/
Η λέξη "aventurarse" αναφέρεται στη δράση του να αναλαμβάνει κανείς κινδύνους ή να τολμάει να εξερευνήσει άγνωστες ή επικίνδυνες καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος αποφασίζει να κάνει κάτι καινούργιο ή ριψοκίνδυνο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Voy a aventurarme a escalar esa montaña.
(Θα ρισκάρω να αναρριχηθώ σε αυτήν τη βουνό.)
Ella se aventuró en un nuevo proyecto.
(Αυτή τολμήσε σε ένα νέο έργο.)
Es mejor no aventurarse sin un buen plan.
(Είναι καλύτερο να μην ρισκάρουμε χωρίς καλό σχέδιο.)
Η λέξη "aventurarse" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που μεταδίδουν την έννοια της τολμίας ή της εξερεύνησης:
Aventurarse en lo desconocido
(Να τολμήσεις το άγνωστο)
Αυτό σημαίνει να αναλάβεις τον κίνδυνο να διερευνήσεις κάτι που είναι αβέβαιο ή αίθριο.
No hay aventura sin riesgo
(Δεν υπάρχει περιπέτεια χωρίς κίνδυνο)
Η σημασία αυτής της έκφρασης είναι ότι κάθε περιπέτεια συνεπάγεται κινδύνους και απρόβλεπτους παράγοντες.
Aventurarse a hablar en público
(Να τολμήσεις να μιλήσεις δημοσίως)
Αυτή η φράση αναφέρεται στην απόφαση να εκφράσεις τις σκέψεις σου μπροστά σε ένα κοινό.
Η λέξη "aventurarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "aventura," το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "adventura", που σημαίνει "ότι πρόκειται να συμβεί" ή "τύχη".
Συνώνυμα - arriesgarse (να ρισκάρεις) - atrever (να τολμάς) - explorar (να εξερευνάς)
Αντώνυμα - evitar (να αποφεύγεις) - rechazar (να απορρίπτεις) - resignarse (να υπογράφεις)