aventurero: ουσιαστικό και επίθετο (άνδρας ή γυναίκα που αναζητά τις περιπέτειες, ή σε κάποιες περιπτώσεις, κάποιος που αναλαμβάνει ρίσκα).
Φωνητική μεταγραφή: [aβen tuˈɾeɾo]
Η λέξη "aventurero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που αναζητούν περιπέτειες ή νέες εμπειρίες, άτομα που είναι ριψοκίνδυνα. Είναι κοινή πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε λογοτεχνικούς ή περιπετειώδεις τομείς.
Αυτός είναι ένας περιπετειώδης που πάντα αναζητά νέες εμπειρίες.
Los aventureros nunca tienen miedo de enfrentar peligros.
Οι περιπετειώδεις ποτέ δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν κινδύνους.
Mi amigo soñaba con ser aventurero viajando por todo el mundo.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει τη ζωή του με θάρρος και τόλμη.
Aventurero de corazón.
Περιγράφει κάποιον που έχει μια φυσική προδιάθεση προς την περιπέτεια χωρίς να χρειάζεται να το επιδιώκει.
Tener un espíritu aventurero.
Αναφέρεται σε κάποιον που αγαπά να εξερευνά και να δοκιμάζει νέα πράγματα.
Aventurero por vocación.
Η λέξη "aventurero" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adventurus", που σημαίνει "αυτός που έρχεται". Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε στην Ισπανική γλώσσα για να περιγράψει άτομα που αναζητούν το νέο και το άγνωστο.
Συνώνυμα: - Explorador (Εξερευνητής) - Intrépido (Ατρόμητος)
Αντώνυμα: - Cauteloso (Προσεκτικός) - Temeroso (Φοβισμένος)