Το "avergonzar" είναι ρήμα.
/fɾ̞a beɾ.ɣon.θaɾ/
Η λέξη "avergonzar" σημαίνει να προκαλέσεις ντροπή σε κάποιον ή να τον κάνεις να αισθάνεται άσχημα για κάτι που έχει κάνει ή για την κατάσταση του. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιθανότερο να συναντηθεί σε καθημερινές συνομιλίες καθώς και σε λογοτεχνικά έργα.
Αυτή ένιωσε ντροπή γιατί ξέχασε τον κωδικό της.
No quiero avergonzar a mi amigo en público.
Δεν θέλω να ντροπιάσω τον φίλο μου δημόσια.
El error en su presentación lo avergonzó mucho.
Η λέξη "avergonzar" μπορεί να έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις στην ισπανική γλώσσα:
No deberías avergonzarte de tus raíces.
Hacer avergonzar a alguien.
No quiero hacer avergonzar a ella delante de sus amigos.
Estar avergonzado por algo.
Él está avergonzado por su comportamiento en la fiesta.
Avergonzar a uno mismo.
Η λέξη "avergonzar" προέρχεται από το λατινικό "advergonciare", που σημαίνει "να κάνεις κάποιον να ντραπεί".
Συνώνυμα: - humillar (ταπεινώνω) - sonrojar (κοκκινίζω)
Αντώνυμα: - enorgullecer (καμαρώνω, υπερηφανεύομαι) - alentar (ενθαρρύνω)