Η λέξη "avergonzarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /a.βɛɾ.ɣon.ˈθaɾ.se/
Η λέξη "avergonzarse" σημαίνει να νιώθεις ντροπή ή αμηχανία για κάτι που έχεις κάνει ή για κάποια κατάσταση. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινό σε καθημερινές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, καθώς ενδέχεται να περιγράφει καλά συναισθήματα που βιώνει ο κόσμος σε ποικίλες καταστάσεις.
Ντρέπομαι αν δεν περάσω το διαγώνισμα.
Cuando se dio cuenta del error, se avergonzó mucho.
Η λέξη "avergonzarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Δεν θα έπρεπε να ντρέπεται για το παρελθόν του.
Caer en la vergüenza
Έπεσε σε ντροπή όταν είδε το βίντεο.
Tener vergüenza
Αυτή πάντα έχει ντροπή όταν μιλάει δημόσια.
Avergonzarse como un niño
Η λέξη "avergonzarse" προέρχεται από το θηλυκό ουσιαστικό "vergüenza", που σημαίνει "ντροπή", και είναι πιθανώς συνδεδεμένο με το λατινικό "verecundia".
Συνώνυμα: - Sonrojarse (κοκκινίζω) - Apreciar (εκτιμώ)
Αντώνυμα: - Orgullarse (καυχιέμαι) - No sentir vergüenza (να μην νιώθω ντροπή)