averiar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

averiar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/aβeˈɾjaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "averiar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει την πράξη του να προκαλέσεις ζημιά ή να χαλάσεις κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως για να περιγράψει την βλάβη σε μηχανές ή εξοπλισμό. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο αλλά και στον προφορικό, κυρίως σε τεχνικά ή στρατιωτικά περιβάλλοντα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El coche se va a averiar si no lo llevamos al mecánico.
    (Το αυτοκίνητο θα χαλάσει αν δεν το πάμε στον μηχανικό.)

  2. Los equipos de comunicación pueden averiarse durante una misión.
    (Τα μέσα επικοινωνίας μπορεί να χαλάσουν κατά τη διάρκεια μιας αποστολής.)

  3. Es importante no averiar el material del ejército.
    (Είναι σημαντικό να μην καταστρέφουμε το υλικό του στρατού.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "averiar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει συγκεκριμένες φράσεις:

  1. Averiarse la paciencia.
    (Να χαλάσει η υπομονή.)
  2. Ejemplo: Su comportamiento puede hacer que se me averíe la paciencia.
    (Η συμπεριφορά του μπορεί να με κάνει να χάσω την υπομονή μου.)

  3. No quiero que se averiara el plan.
    (Δεν θέλω να χαλάσει το σχέδιο.)

  4. Ejemplo: Si llegamos tarde, se averiará el plan de la boda.
    (Αν αργήσουμε, το σχέδιο του γάμου θα χαλάσει.)

  5. Averiar algo por culpa de alguien.
    (Να προκαλέσεις ζημιά σε κάτι λόγω κάποιου.)

  6. Ejemplo: El niño averió la computadora por culpa de su curiosidad.
    (Το παιδί κατάστρεψε τον υπολογιστή λόγω της περιέργειάς του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "averiar" προέρχεται από το λατινικό "averare", που σημαίνει "να παραδώσει σε κακή κατάσταση", με ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της ζημιάς ή καταστροφής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dañar (ζημιώνω) - Deshacer (καταστρέφω) - Estropear (χαλάω)

Αντώνυμα: - Reparar (επισκευάζω) - Conservar (συντηρώ) - Mantener (διατηρώ)



23-07-2024