Ρήμα.
/aβeˈɾjaɾ/
Η λέξη "averiar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει την πράξη του να προκαλέσεις ζημιά ή να χαλάσεις κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως για να περιγράψει την βλάβη σε μηχανές ή εξοπλισμό. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο αλλά και στον προφορικό, κυρίως σε τεχνικά ή στρατιωτικά περιβάλλοντα.
El coche se va a averiar si no lo llevamos al mecánico.
(Το αυτοκίνητο θα χαλάσει αν δεν το πάμε στον μηχανικό.)
Los equipos de comunicación pueden averiarse durante una misión.
(Τα μέσα επικοινωνίας μπορεί να χαλάσουν κατά τη διάρκεια μιας αποστολής.)
Es importante no averiar el material del ejército.
(Είναι σημαντικό να μην καταστρέφουμε το υλικό του στρατού.)
Η λέξη "averiar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει συγκεκριμένες φράσεις:
Ejemplo: Su comportamiento puede hacer que se me averíe la paciencia.
(Η συμπεριφορά του μπορεί να με κάνει να χάσω την υπομονή μου.)
No quiero que se averiara el plan.
(Δεν θέλω να χαλάσει το σχέδιο.)
Ejemplo: Si llegamos tarde, se averiará el plan de la boda.
(Αν αργήσουμε, το σχέδιο του γάμου θα χαλάσει.)
Averiar algo por culpa de alguien.
(Να προκαλέσεις ζημιά σε κάτι λόγω κάποιου.)
Η λέξη "averiar" προέρχεται από το λατινικό "averare", που σημαίνει "να παραδώσει σε κακή κατάσταση", με ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της ζημιάς ή καταστροφής.
Συνώνυμα: - Dañar (ζημιώνω) - Deshacer (καταστρέφω) - Estropear (χαλάω)
Αντώνυμα: - Reparar (επισκευάζω) - Conservar (συντηρώ) - Mantener (διατηρώ)