Ρήμα
/abeɾiˈɣwaɾ/
Η λέξη "averiguar" σημαίνει να ερευνήσει κανείς ή να διαπιστώσει κάτι, συνήθως μέσω έρευνας ή ερωτήσεων. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου υπάρχει ανάγκη για περισσότερες πληροφορίες ή ακριβή στοιχεία. Είναι ένα κοινό ρήμα στην ισπανική και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνό στον προφορικό λόγο.
Quiero averiguar qué pasó ayer.
Θέλω να ερευνήσω τι συνέβη χθες.
Es importante averiguar los hechos antes de juzgar.
Είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε τα γεγονότα προτού κρίνουμε.
Voy a averiguar si hay una solución al problema.
Θα ερευνήσω αν υπάρχει μια λύση στο πρόβλημα.
Η λέξη "averiguar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
Averiguar a quién le toca.
Να ερευνήσεις ποιος είναι υπεύθυνος.
(Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε ποιος πρέπει να αναλάβει κάποια ευθύνη.)
Averiguar en qué andan.
Να ερευνήσεις σε τι ασχολούνται.
(Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τι κάνει κάποιος.)
Averiguar qué hay detrás.
Να ερευνήσεις τι υπάρχει από πίσω.
(Για να δούμε τι κρύβεται πίσω από μια κατάσταση.)
No puedo averiguar sus motivos.
Δεν μπορώ να ερευνήσω τα κίνητρά του.
(Χρησιμοποιείται όταν δεν μπορείς να κατανοήσεις τις προθέσεις κάποιου.)
Averiguar el paradero de alguien.
Να ερευνήσεις την τοποθεσία κάποιου.
(Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε που βρίσκεται κάποιος.)
Η λέξη "averiguar" προέρχεται από τον συνδυασμό του προθέματος "a-" (προς) και του λημματικού ρήματος "ver" (να δεις), καθώς και από το λατινικό "verificare", που σημαίνει να ελέγξεις ή να επιβεβαιώσεις.