Avisado - Επίθετο
/abiˈsaðo/
Η λέξη avisado προέρχεται από το ρήμα avisar που σημαίνει «να ειδοποιώ» ή «να πληροφορώ». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει ενημερωθεί για κάτι ή που είναι προσεκτικός και συνετός σχετικά με μια κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά και σε γραπτές αναφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο.
(Ο διευθυντής με ειδοποίησε ότι το έργο έχει προθεσμία.)
Es un hombre muy avisado que siempre piensa antes de actuar.
(Είναι ένας πολύ προσεκτικός άντρας που πάντα σκέφτεται πριν ενεργήσει.)
Esté avisado de los peligros antes de salir a navegar.
(Να είσαι ειδοποιημένος είναι να είσαι προετοιμασμένος.)
El que no está avisado, no está preparado.
(Όποιος δεν είναι ειδοποιημένος, δεν είναι προετοιμασμένος.)
Ser avisado en los negocios es una gran ventaja.
(Να είσαι προσεκτικός στις επιχειρήσεις είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα.)
Aprovechar el tiempo es estar avisado.
(Να εκμεταλλεύεσαι τον χρόνο είναι να είσαι ειδοποιημένος.)
Siempre hay que estar avisado de los cambios en el mercado.
(Πρέπει πάντα να είσαι ειδοποιημένος για τις αλλαγές στην αγορά.)
Un estudiante avisado sabe cómo gestionar su tiempo.
Η λέξη avisado προέρχεται από το ρήμα avisar, που είναι από το γαλλικό aviser, προερχόμενο από το λατινικό advisare που σημαίνει «να συμβουλεύω».
Συνώνυμα: - Advertido (ειδοποιημένος) - Precavido (προσεκτικός)
Αντώνυμα: - Ignorante (αδιάφορος) - Desconocedor (άγνωστος)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τις εφαρμογές της λέξης avisado στην ισπανική γλώσσα.