avocar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

avocar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "avocar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [a.βoˈkaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "avocar" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη διαδικασία κατά την οποία ένα ανώτερο δικαστήριο ή αρχή αναλαμβάνει την εκδίκαση μιας υπόθεσης που ήταν αρχικά ανατεθεί σε κατώτερο δικαστήριο ή αρχή. Σημαίνει επίσης την επικλήρωση ή αναφορά της υπόθεσης σε υψηλότερη διεύθυνση για σκοπούς εξέτασης.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "avocar" χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα, και είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα και επαγγελματικές αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El tribunal decidió avocar el caso a la corte suprema.
  2. Το δικαστήριο αποφάσισε να αναλάβει την υπόθεση στο ανώτατο δικαστήριο.

  3. La jueza puede avocar el juicio si considera que hay motivos suficientes.

  4. Η δικαστής μπορεί να αναλάβει τη δίκη αν θεωρεί ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "avocar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη νομική διαδικασία.

  1. Avocar la responsabilidad: Esta franquicia avocó la responsabilidad de los daños a su aseguradora.
  2. Αυτή η επιχείρηση ανέλαβε την ευθύνη για τις ζημιές στην ασφαλιστική της εταιρεία.

  3. Avocar la decisión: El director puede avocar la decisión a la junta.

  4. Ο διευθυντής μπορεί να μεταφέρει την απόφαση στο διοικητικό συμβούλιο.

  5. Avocar el interés superior: La corte avocó el interés superior del menor en el caso de custodia.

  6. Το δικαστήριο ανέλαβε το συμφέρον του παιδιού στην υπόθεση επιμέλειας.

  7. Avocar el poder: En situaciones de crisis, el gobierno puede avocar el poder a un comité especial.

  8. Σε καταστάσεις κρίσης, η κυβέρνηση μπορεί να υπεκχωρήσει την εξουσία σε μια ειδική επιτροπή.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "avocar" προέρχεται από το λατινικό "advocare", που σημαίνει "να καλέσεις" ή "να επικαλεστείς", και συσχετίζεται με την έννοια της πρόσκλησης ή αναφοράς για βοήθεια ή υποστήριξη σε νομικά θέματα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asumir (αναλαμβάνω) - reclamar (απαιτώ)

Αντώνυμα: - desistir (παραιτούμαι) - renunciar (παραιτώμαι)



23-07-2024