Το "avocar" είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [a.βoˈkaɾ]
Η λέξη "avocar" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη διαδικασία κατά την οποία ένα ανώτερο δικαστήριο ή αρχή αναλαμβάνει την εκδίκαση μιας υπόθεσης που ήταν αρχικά ανατεθεί σε κατώτερο δικαστήριο ή αρχή. Σημαίνει επίσης την επικλήρωση ή αναφορά της υπόθεσης σε υψηλότερη διεύθυνση για σκοπούς εξέτασης.
Η λέξη "avocar" χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα, και είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα και επαγγελματικές αναφορές.
Το δικαστήριο αποφάσισε να αναλάβει την υπόθεση στο ανώτατο δικαστήριο.
La jueza puede avocar el juicio si considera que hay motivos suficientes.
Η λέξη "avocar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη νομική διαδικασία.
Αυτή η επιχείρηση ανέλαβε την ευθύνη για τις ζημιές στην ασφαλιστική της εταιρεία.
Avocar la decisión: El director puede avocar la decisión a la junta.
Ο διευθυντής μπορεί να μεταφέρει την απόφαση στο διοικητικό συμβούλιο.
Avocar el interés superior: La corte avocó el interés superior del menor en el caso de custodia.
Το δικαστήριο ανέλαβε το συμφέρον του παιδιού στην υπόθεση επιμέλειας.
Avocar el poder: En situaciones de crisis, el gobierno puede avocar el poder a un comité especial.
Η λέξη "avocar" προέρχεται από το λατινικό "advocare", που σημαίνει "να καλέσεις" ή "να επικαλεστείς", και συσχετίζεται με την έννοια της πρόσκλησης ή αναφοράς για βοήθεια ή υποστήριξη σε νομικά θέματα.
Συνώνυμα: - asumir (αναλαμβάνω) - reclamar (απαιτώ)
Αντώνυμα: - desistir (παραιτούμαι) - renunciar (παραιτώμαι)