Ayudante είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή είναι /aʝuˈðante/.
Η λέξη ayudante αναφέρεται σε ένα άτομο που παρέχει βοήθεια, στήριξη ή υποστήριξη σε κάποιον άλλον. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων ιατρικών, στρατιωτικών και ναυτικών, για να περιγράψει κάποιον που εκτελεί βοηθητικά καθήκοντα. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την ίδια συχνότητα.
El ayudante del médico le explicó el tratamiento.
(Ο βοηθός του γιατρού του εξήγησε τη θεραπεία.)
Como ayudante de campo, él supervisa a los nuevos reclutas.
(Ως υποβοηθός στο πεδίο, επιβλέπει τους νέους στρατιώτες.)
El ayudante del capitán es esencial para el éxito de la misión.
(Ο βοηθός του καπετάνιου είναι απαραίτητος για την επιτυχία της αποστολής.)
Η λέξη ayudante χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ella siempre ha querido ser el ayudante de un gran chef.
(Αυτή πάντα ήθελε να είναι ο βοηθός ενός σπουδαίου σεφ.)
Ayudante en el hogar.
(Βοηθός στο σπίτι.)
Contratamos a un asistente como ayudante en el hogar.
(Προσλάβαμε έναν βοηθό ως βοηθό στο σπίτι.)
Ayudante de dirección.
(Βοηθός διεύθυνσης.)
El ayudante de dirección está organizando la reunión.
(Ο βοηθός διεύθυνσης οργανώνει τη συνάντηση.)
Ayudante de cocina.
(Βοηθός κουζίνας.)
Η λέξη ayudante προέρχεται από το ρήμα ayudar, που σημαίνει "να βοηθάω". Στο ισπανικό σύστημα, η προσθήκη του επιθηματικού τύπου "-ante" δηλώνει την έννοια του "κάποιου που κάνει κάτι", στην προκειμένη περίπτωση, αυτόν που παρέχει βοήθεια.
Συνώνυμα: - auxiliar (υποβοηθός) - asistente (βοηθός) - colaborador (συνεργάτης)
Αντώνυμα: - impedimento (εμπόδιο) - obstáculo (φράγμα) - enemigo (εχθρός)