Το "ayudar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "ayudar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /a.i̠uˈðaɾ/.
Η λέξη "ayudar" σημαίνει "να βοηθάω" ή "να παρέχω βοήθεια". Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία και σε διάφορα κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο κοινή στην προφορική γλώσσα.
Quiero ayudar a mis amigos.
Θέλω να βοηθήσω τους φίλους μου.
Ella siempre está dispuesta a ayudar.
Αυτή είναι πάντα πρόθυμη να βοηθήσει.
Necesitamos ayuda para completar el proyecto.
Χρειαζόμαστε βοήθεια για να ολοκληρώσουμε το έργο.
Το "ayudar" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Ayudar a alguien a salir del apuro.
Βοηθάω κάποιον να βγει από μια δύσκολη κατάσταση.
“Necesitaba dinero, así que mi hermano me ayudó a salir del apuro.”
“Χρειαζόμουν χρήματα, οπότε ο αδελφός μου με βοήθησε να βγω από τη δύσκολη κατάσταση.”
Ayudar con los deberes.
Βοηθάω με τις υποχρεώσεις.
“Siempre ayudo a mis hijos con los deberes.”
“Πάντα βοηθάω τα παιδιά μου με τις υποχρεώσεις.”
Aquí estoy para ayudar.
Είμαι εδώ για να βοηθήσω.
“Siempre digo: aquí estoy para ayudar cuando se me necesita.”
“Πάντα λέω: είμαι εδώ για να βοηθήσω όταν με χρειάζονται.”
No dudes en ayudar.
Μη διστάσεις να βοηθήσεις.
“Si ves que alguien tiene problemas, no dudes en ayudar.”
“Αν δεις ότι κάποιος έχει προβλήματα, μη διστάσεις να βοηθήσεις.”
Ayudar a construir un futuro mejor.
Βοηθάω να χτιστεί ένα καλύτερο μέλλον.
“Es importante ayudar a construir un futuro mejor para todos.”
“Είναι σημαντικό να βοηθάμε να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για όλους.”
Η λέξη "ayudar" προέρχεται από το λατινικό "adiutare", το οποίο είναι παραφθορά του "adjutare" που σημαίνει "να βοηθάω".
Συνώνυμα: - asistir (να παρακολουθώ, να βοηθήσω) - socorrer (να διασώσω, να βοηθήσω)
Αντώνυμα: - obstruir (να εμποδίσω) - perjudicar (να βλάψω)