Ο όρος "azafata" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/asaˈfata/
Η λέξη "azafata" αναφέρεται σε μια γυναίκα που εργάζεται ως αεροσυνοδός σε αεροπλάνα, παρέχοντας υπηρεσίες στους επιβάτες κατά την διάρκεια της πτήσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο στις συζητήσεις που σχετίζονται με τον τομέα των αερομεταφορών. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη είναι σχετικά συχνή σε καταστάσεις που αφορούν τα ταξίδια με αεροπλάνο.
Η αεροσυνοδός μας προσέφερε αναψυκτικά κατά τη διάρκεια της πτήσης.
La azafata se presentó antes de despegar.
Η αεροσυνοδός συστήθηκε πριν την απογείωση.
La azafata explicó las normas de seguridad en el avión.
Η λέξη "azafata" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές σε φράσεις που αφορούν τις αερομεταφορές ή τα ταξίδια.
Είναι τόσο ευγενική όσο μια αεροσυνοδός.
"Las azafatas siempre están listas para ayudar."
Οι αεροσυνοδοί είναι πάντα έτοιμες να βοηθήσουν.
"Más profesional que una azafata."
Η λέξη "azafata" προέρχεται από την αραβική λέξη "زفة" (zafā), που σημαίνει "υποδοχή", αναφερόμενη στη διαδικασία υποδοχής επιβατών σε αεροπλάνα και άλλες μεταφορές.
Συνώνυμα: - Azafata (για θηλυκό) - Auxiliar de vuelo (βοηθός πτήσης)
Αντώνυμα: - Piloto (πιλότος, αναφερόμενος στη θηλυκή ή ανδρική μορφή είναι ουδέτερος, με την έννοια του "καπετάνιου" μιας πτήσης).