Το "azarar" είναι ρήμα.
/fɾaɣaɾ/
Το "azarar" σημαίνει να προκαλείς ή να ανακατεύεις ένα αποτέλεσμα στο οποίο εμπλέκονται τυχαία στοιχεία. Συχνά σχετίζεται με παιχνίδια ή στοιχήματα, όπου η τύχη παίζει σημαντικό ρόλο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό λόγο σε περιγραφή καταστάσεων τυχαίας φύσης.
El resultado del juego va a azararse.
(Το αποτέλεσμα του παιχνιδιού θα προκαλέσει ανακατωσούρα.)
Es difícil predecir lo que va a pasar, simplemente hay que dejarse llevar y azararse.
(Είναι δύσκολο να προβλέψουμε τι θα συμβεί, απλά πρέπει να αφεθούμε και να ανακατευτούμε.)
"El jugador decidió azarar la partida, cambiando las reglas a mitad del juego."
(Ο παίκτης αποφάσισε να ανακατέψει το παιχνίδι, αλλάζοντας τους κανόνες στη μέση του παιχνιδιού.)
No hay que azararse demasiado en la vida.
(Δεν πρέπει να ανακατευόμαστε πολύ στη ζωή.)
"A veces, es bueno seguir un plan y no azararse demasiado en decisiones impulsivas."
(Μερικές φορές, είναι καλό να ακολουθείς ένα σχέδιο και να μην ανακατεύεσαι πολύ σε παρορμητικές αποφάσεις.)
Azararse con los números de la suerte.
(Να ανακατεύεσαι με τους τυχερούς αριθμούς.)
Η λέξη "azarar" προέρχεται από την αραβική λέξη "al-zahr" (الزهر), που σημαίνει "τα ζάρια", υποδεικνύοντας τη σύνδεση του όρου με παιχνίδια και τυχαία αποτελέσματα.