azaroso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

azaroso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "azaroso" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [aθaˈɾoso]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "azaroso" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει τυχαία ή χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο. Είναι συχνά συνδεδεμένο με καταστάσεις που είναι απρόβλεπτες ή έχουν έναν χαρακτήρα τυχαιότητας. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο έντονη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν στο ρίσκο ή την τύχη.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El resultado del juego fue azaroso.
  2. Το αποτέλεσμα του παιχνιδιού ήταν τυχαίο.

  3. Tomar decisiones azarosas puede llevar a problemas.

  4. Η λήψη τυχαίων αποφάσεων μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα.

  5. La vida está llena de eventos azarosos.

  6. Η ζωή είναι γεμάτη από τυχαία γεγονότα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "azaroso" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με έννοιες τύχης και κινδύνων. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν περιγραφές τυχαίων καταστάσεων:

  1. Apostar en un juego azaroso puede ser arriesgado.
  2. Το να ποντάρεις σε ένα τυχαίο παιχνίδι μπορεί να είναι επικίνδυνο.

  3. La vida es azarosa, nunca se sabe qué pasará.

  4. Η ζωή είναι τυχαία, ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί.

  5. Participar en esa lotería es un acto azaroso.

  6. Η συμμετοχή σε αυτή τη λοταρία είναι μια τυχαία πράξη.

  7. Elegí un camino azaroso en mi viaje.

  8. Επέλεξα έναν τυχαίο δρόμο στο ταξίδι μου.

  9. Las inversiones pueden ser azarosas y no siempre rentables.

  10. Οι επενδύσεις μπορεί να είναι τυχαίες και όχι πάντα αποδοτικές.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "azaroso" προέρχεται από το ισπανικό "azar", που σημαίνει τύχη ή μοίρα, και σχετίζεται με την έννοια του τυχαίου ή του άγνωστου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aleatorio - incierto - caprichoso

Αντώνυμα: - planeado - seguro - intencionado



23-07-2024