Το "azorar" είναι ρήμα.
/ aθoˈɾaɾ /
Η λέξη "azorar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την κατάσταση του να τρομάζεις ή να σοκάρεσαι. Συχνά αναφέρεται σε συναισθήματα που προκύπτουν από μια ξαφνική ή απροσδόκητη κατάσταση. Χρησιμοποιείται μετρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε αφηγήσεις ή περιγραφές συναισθημάτων.
Η είδηση του θανάτου του με τρόμαξε.
El ruido inesperado azoró a todos en la sala.
Ο απροσδόκητος θόρυβος σόκαρε όλους στην αίθουσα.
A veces, las sorpresas pueden azorar a las personas.
Η λέξη "azorar" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και περιφράσεις στην Ισπανική γλώσσα.
"Estaba azorado por la noticia de su despido."
Azorar a alguien con una sorpresa.
"Decidí azorar a mis amigos con una fiesta sorpresa."
Tener un azoramiento repentino.
"El azoramiento repentino lo dejó sin palabras."
Azorar con un grito.
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "azorar", που σημαίνει "τρομάζω" ή "σοκάρουν", πιθανώς συνδεδεμένο με το "azor", που αναφέρεται σε χαρακτηριστικά που προκαλούν τρόμο ή αποσπά την προσοχή.