Το "azucarar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /aθuˈkaɾar/
Το "azucarar" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "να ζαχαρώνω" ή "να προσθέτω ζάχαρη".
Η λέξη "azucarar" σημαίνει τη διαδικασία της προσθήκης ζάχαρης σε φαγητό ή ποτό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε προφορικό λόγο, καθώς συνδέεται με καθημερινές δραστηριότητες όπως η προετοιμασία φαγητού.
Παράδειγμα 1: - Tengo que azucarar el café antes de servirlo. - (Πρέπει να ζαχαρώσω τον καφέ πριν τον σερβίρω.)
Παράδειγμα 2: - Esa receta dice que hay que azucarar las fresas para hacer la mermelada. - (Αυτή η συνταγή λέει ότι πρέπει να ζαχαρώσουμε τις φράουλες για να φτιάξουμε μαρμελάδα.)
Η λέξη "azucarar" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις που μπορεί να την περιλαμβάνουν:
Παράδειγμα 1: - No todo se puede azucarar en la vida. - (Δεν μπορείς να ζαχαρώσεις τα πάντα στη ζωή.)
Παράδειγμα 2: - A veces es mejor no azucarar la verdad. - (Μερικές φορές είναι καλύτερα να μην ζαχαρώνουμε την αλήθεια.)
Παράδειγμα 3: - Hay que azucarar un poco la situación para que todos estén felices. - (Πρέπει να ζαχαρώσουμε λίγο την κατάσταση ώστε όλοι να είναι ευτυχισμένοι.)
Η λέξη "azucarar" προέρχεται από τη λέξη "azúcar" (ζάχαρη), η οποία έχει αραβική καταγωγή (السُكَّر) και πέρασε μέσω των ισπανικών διαλέκτων.