azucarera: Ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aθu.kaˈɾe.ɾa/
Η λέξη azucarera αναφέρεται σε ένα δοχείο ή σκεύος που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και παρουσίαση ζάχαρης. Συνήθως είναι κατασκευασμένη από γυαλί, πορσελάνη ή πλαστικό και έχει καπάκι για την προστασία της ζάχαρης από την υγρασία και τη σκόνη. Η azucarera είναι κοινή σε σπίτια και εστιατόρια.
Η χρήση της λέξης azucarera είναι συχνή στο καθημερινό λεξιλόγιο. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε συμφραζόμενα που αφορούν τη μαγειρική ή τη διατροφή.
Πού είναι η ζαχαροπηγή;
La azucarera está sobre la mesa.
Η ζαχαροπηγή είναι πάνω στο τραπέζι.
Necesitamos una nueva azucarera para la casa.
Η λέξη azucarera δεν έχει πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις που σχετίζονται με τη ζάχαρη:
Βάζω ζάχαρη στη ζαχαροπηγή.
No olvides comprar una azucarera para la fiesta.
Μην ξεχάσεις να αγοράσεις μια ζαχαροπηγή για το πάρτι.
La azucarera de cristal es muy bonita.
Η ζαχαροπηγή από γυαλί είναι πολύ όμορφη.
Cuando sirvo café, siempre uso la azucarera.
Όταν σερβίρω καφέ, πάντα χρησιμοποιώ τη ζαχαροπηγή.
La azucarera tiene un diseño clásico.
Η λέξη azucarera προέρχεται από το ισπανικό azúcar, που σημαίνει «ζάχαρη», με την προσθήκη της κατάληξης -era, που δηλώνει ένα σκεύος ή μέσο που σχετίζεται με αυτό που περιγράφετε.
Συνώνυμα: - botijo - recipiente
Αντώνυμα: - Η λέξη azucarera δεν έχει άμεσα αντώνυμα, καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι η azucarera απουσιάζει σε περίπτωση που δεν υπάρχει ζάχαρη για αποθήκευση.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα για τη λέξη azucarera στη γλώσσα Ισπανικά και τη χρήση της.