Η λέξη "baba" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "baba" στα Ισπανικά είναι: [ˈβαβa].
Η λέξη "baba" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - μπάμπας - αδερφός (σε κάποιες συνθήκες)
Στα Ισπανικά, η λέξη "baba" αναφέρεται κυρίως σε δύο έννοιες: 1. Σάλιο ή βλέννα, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε υγρά που εκρέουν από το στόμα (ιδιαίτερα από τη μύτη των μωρών). 2. Μικρό μωρό ή απαλή αδελφική ονομασία.
Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και η χρήση της είναι πιο κοινή στην καθημερινή συνομιλία.
Το μωρό έχει σάλιο από το στόμα.
Mi hermano siempre me llama "baba".
Η λέξη "baba" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να κάνεις σάλιο (να γλείφεις).
Baba de caracol.
Σάλιο/χυμός σαλιγκαριού (για καλλυντικά).
Estar como una baba.
Να είσαι εντελώς ηλίθιος ή ανόητος.
Baba de insanidad.
Η λέξη "baba" προέρχεται από τη λατινική λέξη "baba", η οποία αναφέρεται σε σάλιο ή χυμό.
Αυτές οι χρήσεις και εκφράσεις βοηθούν στη χρήση του "baba" σε διάφορες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και πολιτισμικά συμφραζόμενα.