Το "babear" είναι ρήμα.
[babeˈaɾ]
Η λέξη "babear" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να μιλάει κάποιος άσκοπα ή να λέει ανοησίες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καθημερινές, ανεπίσημες καταστάσεις. Είναι αρκετά κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτές περιγραφές που αφορούν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ή της επικοινωνίας.
"Μη μου δίνεις σημασία, απλώς μιλάω ακατάπαυστα."
"Cuando se junta con sus amigos, empiezan a babear sin parar."
Η λέξη "babear" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Δεν θέλω να μιλήσω ακατάπαυστα στη συνάντηση."
"A veces solo babear es suficiente para distraerme."
"Μερικές φορές, απλώς το να μιλάω ακατάπαυστα αρκεί για να με αποσπάσει."
"Estás babando tanto que no te entiendo."
"Μιλάς τόσο ακατάπαυστα που δεν σε καταλαβαίνω."
"Babear en clase no es una buena idea."
"Το να μιλάς ακατάπαυστα στην τάξη δεν είναι καλή ιδέα."
"No dejes que tus amigos te hagan babear."
Η λέξη "babear" προέρχεται από τη λέξη "baba", η οποία σημαίνει σάλιο. Η μεταφορά της σημασίας έχει προέλθει από την ιδέα των ανθρώπων που μιλάνε χωρίς σκοπό ή κωμικά, σαν να μιλάνε και χύνουν σάλιο.
Συνώνυμα: - Hablar sin parar (μιλάω ακατάπαυστα) - Decir tonterías (λέω ανοησίες)
Αντώνυμα: - Hablar con sentido (μιλάω με νόημα) - Ser conciso (είμαι περιεκτικός)