Η λέξη "baca" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "baca" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈbaka/.
Η λέξη "baca" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "αποθήκη" (σε κάποιες περιοχές της Ισπανίας). - "γκάρα" (όρος κυρίως για χώρους αποθήκευσης).
Στα Ισπανικά, η λέξη "baca" αναφέρεται συνήθως σε μια αποθήκη ή γκαράζ, χρησιμοποιούμενη για τη φύλαξη αντικειμένων, οχημάτων ή άλλων πραγμάτων. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και μπορεί να εντοπιστεί και στον προφορικό λόγο και σε γραπτό πλαίσιο, αν και πιθανόν χρησιμοποιείται συχνότερα σε συνδυασμούς που σχετίζονται με αυτοκίνητα ή αποθήκες.
La baca del coche es muy espaciosa.
(Η αποθήκη του αυτοκινήτου είναι πολύ ευρύχωρη.)
Tengo que limpiar la baca antes de viajar.
(Πρέπει να καθαρίσω την αποθήκη πριν ταξιδέψω.)
En la baca guardamos las herramientas.
(Στην αποθήκη φυλάμε τα εργαλεία.)
Η λέξη "baca" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με το κόστος ή την οικονομία του χώρου.
"No tengo espacio en la baca para más cosas."
(Δεν έχω χώρο στο γκαράζ για περισσότερα πράγματα.)
"La baca estaba llena de sorpresas."
(Η αποθήκη ήταν γεμάτη εκπλήξεις.)
"El negocio no va bien, la baca está vacía."
(Η επιχείρηση δεν πάει καλά, η αποθήκη είναι άδεια.)
Η προέλευση της λέξης "baca" προέρχεται από το λατινικό "vacca", που σημαίνει "καμήλα" ή "ζώο". Ο όρος εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου για να αναφέρεται σε χώρους αποθήκευσης.