Το "bacaladilla" είναι ουσιαστικό.
/haka.la.ˈði.ʝa/
Η λέξη "bacaladilla" αναφέρεται σε ένα μικρό ψάρι που ανήκει στην οικογένεια του μπακαλιάρου, συγκεκριμένα το γένος Gadus. Συχνά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μικρότερο μέγεθος αυτού του ψαριού που είναι συνήθως προορισμένο για κατανάλωση ή για παρασκευή διαφόρων πιάτων. Το "bacaladilla" χρησιμοποιείται στη γλώσσα ισπανικά σε θαλάσσιες ή γαστρονομικές αναφορές.
Η λέξη "bacaladilla" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί συχνά σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη γαστρονομία και την αλιεία. Έχει πιο εκτενή χρήση σε προφορικές συνομιλίες μεταξύ ατόμων που ασχολούνται με την μαγειρική ή την αλιεία.
"Μου αρέσει πολύ το τηγανητό μπακαλιαράκι."
"La bacaladilla es un pescado muy popular en las costas españolas."
"Το μπακαλιαράκι είναι ένα πολύ δημοφιλές ψάρι στις ισπανικές ακτές."
"Voy a preparar una receta de bacaladilla al horno."
Η λέξη "bacaladilla" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με παραδοσιακά φαγητά ή γαστρονομικές παραδόσεις:
"Η τηγανητή μπακαλιαρίτσα στην παραλία είναι μια παράδοση."
"La bacaladilla es el plato estrella del restaurante de mariscos."
"Το μπακαλιαράκι είναι το κύριο πιάτο του θαλασσινού εστιατορίου."
"Se dice que comer bacaladilla trae buena suerte."
Η λέξη "bacaladilla" προέρχεται από το ισπανικό "bacalao", το οποίο σημαίνει "μπακαλιάρος", και η κατάληξη -illa προστίθεται για να δηλώσει μικρότερη ή υποκοριστική μορφή, υποδηλώνοντας ότι πρόκειται για ένα μικρό ψάρι μπακαλιάρου.