bacalao - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bacalao (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Bacalao είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /bakaˈlao/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη bacalao αναφέρεται συνήθως στον μπακαλιάρο, έναν τύπο ψαριού που συχνά ξηραίνεται ή αλατίζεται για συντήρηση. Είναι δημοφιλής στη μεσογειακή και λατινική κουζίνα και χρησιμοποιείται σε πολλές παραδοσιακές συνταγές.

Η χρήση της λέξης είναι συχνή και περιλαμβάνει και τις δύο μορφές, προφορική και γραπτή. Ωστόσο, η χρήση της στο μαγείρεμα και στις αγορές τροφίμων μπορεί να είναι πιο συχνή σε προφορικές ομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Me encanta comer bacalao en la Navidad.
  2. Μου αρέσει να τρώω μπακαλιάρο τα Χριστούγεννα.

  3. El bacalao es un ingrediente principal en muchas recetas chilenas.

  4. Ο μπακαλιάρος είναι βασικό συστατικό σε πολλές συνταγές του Χιλιανού.

  5. El bacalao salado se puede conservar por mucho tiempo.

  6. Ο αλατισμένος μπακαλιάρος μπορεί να διατηρηθεί για πολύ καιρό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη bacalao χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hacer bacalao (να κάνεις μπακαλιάρο) - αναφέρεται σε κάποιον που δεν παίρνει τη ζωή σοβαρά ή που κάνει απερίσκεπτες ενέργειες.
  2. No debes hacer bacalao si quieres obtener buenos resultados en el trabajo.
  3. Δεν πρέπει να κάνεις μπακαλιάρο αν θέλεις να έχεις καλά αποτελέσματα στη δουλειά.

  4. Bacalao a la vizcaína - αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό πιάτο με μπακαλιάρο, που προέρχεται από τη Χώρα των Βάσκων.

  5. Preparé bacalao a la vizcaína para la cena familiar.
  6. Ετοίμασα μπακαλιάρο στη βιλκαϊνά για το οικογενειακό δείπνο.

  7. Tener un corazón de bacalao - σημαίνει να είσαι ευαίσθητος ή να νιώθεις έντονα.

  8. Siempre llora en las películas, tiene un corazón de bacalao.
  9. Πάντα κλαίει στις ταινίες, έχει μια καρδιά μπακαλιάρου.

Ετυμολογία

Η λέξη bacalao προέρχεται από το λατινικό 'bacalā', που σημαίνει "ψάρι". Το ψάρι αυτό ήταν ιδιαίτερα γνωστό στη μεσαιωνική εποχή και η κατανάλωσή του διάγει στις θαλάσσιες κουλτούρες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Pescado seco (ξηρανθέν ψάρι) - Bacalao salado (αλατισμένος μπακαλιάρος)

Αντώνυμα: - Pescado fresco (φρέσκο ψάρι) - Pescado crudo (ωμό ψάρι)

Η λέξη bacalao έχει μια πλούσια γαστρονομική και πολιτιστική κληρονομιά στην ισπανόφωνη κουλτούρα, κάνοντάς τη σημαντική σε πολλές κοινότητες και παραδόσεις.



22-07-2024