Bacalao είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: /bakaˈlao/
Η λέξη bacalao αναφέρεται συνήθως στον μπακαλιάρο, έναν τύπο ψαριού που συχνά ξηραίνεται ή αλατίζεται για συντήρηση. Είναι δημοφιλής στη μεσογειακή και λατινική κουζίνα και χρησιμοποιείται σε πολλές παραδοσιακές συνταγές.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και περιλαμβάνει και τις δύο μορφές, προφορική και γραπτή. Ωστόσο, η χρήση της στο μαγείρεμα και στις αγορές τροφίμων μπορεί να είναι πιο συχνή σε προφορικές ομιλίες.
Μου αρέσει να τρώω μπακαλιάρο τα Χριστούγεννα.
El bacalao es un ingrediente principal en muchas recetas chilenas.
Ο μπακαλιάρος είναι βασικό συστατικό σε πολλές συνταγές του Χιλιανού.
El bacalao salado se puede conservar por mucho tiempo.
Η λέξη bacalao χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν πρέπει να κάνεις μπακαλιάρο αν θέλεις να έχεις καλά αποτελέσματα στη δουλειά.
Bacalao a la vizcaína - αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό πιάτο με μπακαλιάρο, που προέρχεται από τη Χώρα των Βάσκων.
Ετοίμασα μπακαλιάρο στη βιλκαϊνά για το οικογενειακό δείπνο.
Tener un corazón de bacalao - σημαίνει να είσαι ευαίσθητος ή να νιώθεις έντονα.
Η λέξη bacalao προέρχεται από το λατινικό 'bacalā', που σημαίνει "ψάρι". Το ψάρι αυτό ήταν ιδιαίτερα γνωστό στη μεσαιωνική εποχή και η κατανάλωσή του διάγει στις θαλάσσιες κουλτούρες.
Συνώνυμα: - Pescado seco (ξηρανθέν ψάρι) - Bacalao salado (αλατισμένος μπακαλιάρος)
Αντώνυμα: - Pescado fresco (φρέσκο ψάρι) - Pescado crudo (ωμό ψάρι)
Η λέξη bacalao έχει μια πλούσια γαστρονομική και πολιτιστική κληρονομιά στην ισπανόφωνη κουλτούρα, κάνοντάς τη σημαντική σε πολλές κοινότητες και παραδόσεις.