Η λέξη "bache" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "bache" είναι [ˈβa.t͡ʃe].
Η λέξη "bache" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "λακκούβα".
Η λέξη "bache" αναφέρεται κυρίως σε μια δυσάρεστη κατάσταση, όπως μια λακκούβα ή μια ανωμαλία στον δρόμο. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ομιλία και σε άτυπες συνθήκες, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε αναφορές σχετικά με την κατάσταση των δρόμων.
"Πρόσεχε με αυτή τη λακκούβα στο δρόμο."
"El bache hizo que se dañara la suspensión del coche."
"Η λακκούβα προκάλεσε ζημιά στη ανάρτηση του αυτοκινήτου."
"Hay muchos baches en esta zona, es peligroso conducir aquí."
Η λέξη "bache" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται με δύσκολες ή ανώμαλες καταστάσεις.
"Περνάω μια ψυχολογική λακκούβα."
"Después de un bache financiero, ahora estoy recuperándome."
"Μετά από μια οικονομική λακκούβα, τώρα ανακάμπτω."
"El equipo está en un bache de rendimiento."
"Η ομάδα βρίσκεται σε μια λακκούβα απόδοσης."
"Superé el bache de mi vida y ahora me siento mejor."
Η λέξη "bache" προέρχεται από το ισπανικό λεξιλόγιο και σχετίζεται με την έννοια της ανωμαλίας ή της διακοπής που παρατηρείται σε επιφάνειες, είτε αυτές είναι οδοί είτε άλλες επιφάνειες. Η προέλευση μπορεί να αναζητηθεί σε βιομηχανικούς και οδικούς όρους.
Συνώνυμα: "pozo" (λάκκος), "hoyo" (τρύπα).
Αντώνυμα: "recto" (ευθύς), "liso" (λείο).
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "bache".