Το "bachiller" είναι substantivo (ουσιαστικό) στη γλώσσα Ισπανικών.
Η φωνητική μεταγραφή του "bachiller" είναι /ba.tʃiˈʎeɾ/ σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "bachiller" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του σε επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (λύκειο). Επιπλέον, το "bachiller" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί στο επίσημο πιστοποιητικό που αποδεικνύει την ολοκλήρωση αυτής της εκπαίδευσης. Η χρήση της λέξης είναι κοινή στον προφορικό και γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε περισσότερες επίσημες ή εκπαιδευτικές καταστάσεις.
Mi hermano se graduó como bachiller el año pasado.
(Ο αδερφός μου αποφοίτησε ως απόφοιτος λυκείου πέρυσι.)
Para entrar a la universidad, necesitas ser bachiller.
(Για να μπεις στο πανεπιστήμιο, πρέπει να είσαι απόφοιτος λυκείου.)
El título de bachiller es muy importante en el mundo laboral.
(Το πτυχίο απολυτηρίου είναι πολύ σημαντικό στον κόσμο της εργασίας.)
Η λέξη "bachiller" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω της, αλλά συνδέεται με διάφορα συμφραζόμενα στην εκπαίδευση και τη ζωή μετά το σχολείο.
Ser bachiller no es solo un título, es una puerta a nuevas oportunidades.
(Το να είσαι απόφοιτος λυκείου δεν είναι απλώς ένα πτυχίο, είναι μια πόρτα σε νέες ευκαιρίες.)
El bachillerato es un paso fundamental en la formación académica.
(Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ένα θεμελιώδες βήμα στη ακαδημαϊκή εκπαίδευση.)
Muchos estudiantes trabajan duro para obtener el bachillerato.
(Πολλοί μαθητές εργάζονται σκληρά για να αποκτήσουν το απολυτήριο.)
Η λέξη "bachiller" προέρχεται από το λατινικό "baccalarius", που αναφέρεται σε κάποιον που είναι κάτοχος ενός πτυχίου, συνήθως σε επίπεδο βασικών σπουδών.
Συνώνυμα: - licenciado (απόφοιτος πανεπιστημίου) - graduado (αποφοίτος)
Αντώνυμα: - analfabeto (αγράμματος) - no graduado (μη αποφοιτημένος)