Bachillerato είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /bat͡ʃileˈɾato/.
Το bachillerato αναφέρεται στο επίπεδο εκπαίδευσης που ακολουθεί τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ισπανία και άλλες ισπανόφωνες χώρες. Συνήθως, οι μαθητές ολοκληρώνουν το bachillerato σε ηλικία 16-18 ετών και ετοιμάζονται είτε για την είσοδο σε πανεπιστήμια είτε για επαγγελματική εκπαίδευση. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αν και συναντάται και στον προφορικό λόγο.
El bachillerato es un requisito para ingresar a la universidad.
Το λύκειο είναι προϋπόθεση για την είσοδο στο πανεπιστήμιο.
Después de completar el bachillerato, muchos jóvenes buscan trabajo.
Μετά την ολοκλήρωση του λυκείου, πολλοί νέοι αναζητούν εργασία.
El bachillerato me ayudó a desarrollar habilidades necesarias para mi carrera.
Το λύκειο με βοήθησε να αναπτύξω τις απαραίτητες ικανότητες για την καριέρα μου.
Το bachillerato δεν έχει πολλές φημισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες χρήσεις του σε γενικές φράσεις:
Para algunos, el bachillerato puede ser un paseo.
Για μερικούς, το λύκειο μπορεί να είναι εύκολο.
El bachillerato es solo un paso más en la educación.
Το λύκειο είναι απλά ένα ακόμη βήμα στην εκπαίδευση.
Completar el bachillerato abre muchas puertas.
Η ολοκλήρωση του λυκείου ανοίγει πολλές πόρτες.
Los estudiantes deben esforzarse durante el bachillerato.
Οι μαθητές πρέπει να αγωνιστούν κατά τη διάρκεια του λυκείου.
Η λέξη bachillerato προέρχεται από το ισπανικό bachiller, που σημαίνει "μαθητής του λυκείου" ή "πτυχίο λυκείου", και το επίθημα -ato, που υποδεικνύει τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα. Η ρίζα της λέξης "bachiller" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη baccalaureatus, που σημαίνει "πτυχίο".
Συνώνυμα: - Educación secundaria - Estudios superiores
Αντώνυμα: - Primaria (πρωτοβάθμια εκπαίδευση) - Posgrado (μεταπτυχιακές σπουδές)