Η λέξη "bacilo" είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "bacilo" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα είναι: /βασˈι.lo/
Στα Ισπανικά, "bacilo" αναφέρεται σε ένα είδος βακτηρίου, ιδιαίτερα σε ραβδιοειδή βακτήρια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι περισσότερο γραπτή παρά προφορική, δεδομένου ότι σχετίζεται με τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις.
Το βακτήριο της φυματίωσης είναι πολύ μεταδοτικό.
Los bacilos son responsables de muchas enfermedades.
Τα βακτήρια είναι υπεύθυνα για πολλές ασθένειες.
El médico identificó el bacilo en el laboratorio.
Αν και η λέξη "bacilo" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί μερικές φορές να εμφανίζεται σε ιατρικά ή εκπαιδευτικά συμφραζόμενα.
Το βακτήριο, αν και μικρό, μπορεί να προκαλέσει καταστροφή στην υγεία.
Es importante prevenir la propagación del bacilo en la comunidad.
Είναι σημαντικό να προληφθεί η εξάπλωση του βακτηρίου στην κοινότητα.
Los médicos estudian el bacilo para encontrar mejores tratamientos.
Η λέξη "bacilo" προέρχεται από το Λατινικό "bacillus", που σημαίνει "ραβδί" ή "μικρό ραβδί", αναφερόμενη στην χαρακτηριστική μορφή αυτών των βακτηρίων.
Συνώνυμα: - Bacteria (μπακτήρια) - Microorganismo (μικροοργανισμός)
Αντώνυμα: Η έννοια του "bacilo" ως βακτήριο δεν έχει άμεσο αντώνυμο, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντώνυμο τη "λύση" ή το "αντιβιοτικό" στο πλαίσιο της θεραπείας.
Η λέξη "bacilo" είναι σημαντική στον τομέα της ιατρικής και της βιολογίας και χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Η καλή κατανόηση της σημασίας και της χρήσης της μπορεί να είναι ωφέλιμη για φοιτητές και επαγγελματίες του τομέα.