Η λέξη "bada" είναι ρήμα.
/bada/
Η λέξη "bada" δεν έχει άμεση μετάφραση στα ελληνικά, αλλά μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη "βαθιά" ή να σημαίνει "ηχηρό" ανάλογα με το context.
Στην ισπανική γλώσσα, το "bada" προέρχεται από το ρήμα "badar", το οποίο σημαίνει να ξεστομίζεις ή να λες κάτι με πάθος ή υπερβολή. Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις όπου κάποιος εκφράζει κάτι έντονα.
"Cuando habla, parece que toda su vida está llena de bada."
(Όταν μιλάει, φαίνεται ότι όλη του η ζωή είναι γεμάτη από βαβούρα.)
"Ella siempre dice cosas con bada para llamar la atención."
(Αυτή πάντα λέει πράγματα με ένταση για να τραβήξει την προσοχή.)
"Bada y sin miedo."
(Μίλα και χωρίς φόβο.)
"No me vengas con bada."
(Μην μου λες μπούρδες.)
"Bada que se siente."
(Μίλα για αυτό που νιώθεις.)
"Lo que dicen con bada, a veces es la verdad."
(Αυτά που λέγονται με ένταση, μερικές φορές είναι η αλήθεια.)
Η λέξη "bada" προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "badar" που αναφερόταν στην έντονη και δυνατή ομιλία. Η ρίζα του σχετίζεται με εκφράσεις συναισθημάτων και την ανάγκη να εκφράσουμε κάτι με ένταση.