badajo: ουσιαστικό (m)
/badaxo/
Η λέξη badajo αναφέρεται στο έμβολο μιας καμπάνας, το οποίο είναι το τμήμα που κτυπά την καμπάνα για να παράγει ήχο. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή ειδικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την κατασκευή παραδοσιακών καμπανών ή μουσικών οργάνων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης δεν είναι πολύ υψηλή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί σε γραπτές αναφορές ή τεχνικά κείμενα.
El badajo de la campana sonó a las seis de la tarde.
(Το έμβολο της καμπάνας χτύπησε στις έξι το απόγευμα.)
El herrero forjó un nuevo badajo para la antigua campana.
(Ο σιδεράς έπλασε ένα νέο έμβολο για την παλιά καμπάνα.)
El badajo es fundamental para el sonido de la campana.
(Το έμβολο είναι θεμελιώδες για τον ήχο της καμπάνας.)
Η λέξη badajo δεν είναι ιδιαίτερα συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις στο Ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα πλαίσια με μεταφορική σημασία:
A buen badajo, buena campana.
(Σε καλό έμβολο, καλή καμπάνα.)
(Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι μια καλή ποιότητα σε ένα σημαντικό μέρος οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα.)
El badajo de la verdad.
(Το έμβολο της αλήθειας.)
(Αναφέρεται σε κάτι που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή την «αλήθεια» ενός ζητήματος.)
Η λέξη badajo προέρχεται από το λατινικό badajio, που σημαίνει "το οποίο κτυπά" ή "χτυπά". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με ήχους και κρούσεις.
martillo (σφυρί) - σε ορισμένα πλαίσια, αν και δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αναφέρεται σε έργα που σχετίζονται με κρούση.
Αντώνυμα: