Η λέξη "badil" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "badil" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /baˈðil/.
Η λέξη "badil" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "παράγει" ή "γυάλι".
Στην ισπανική ορολογία, "badil" αναφέρεται γενικά σε οποιοδήποτε εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταφέρετε ή να μετακινήσετε υλικά, συχνά χρησιμοποιούμενη συγκεκριμένα στη γεωργία ή στην κατασκευή. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινό να συναντάται σε τεχνικά ή γεωργικά συμφραζόμενα.
El campesino usó un badil para mover la tierra.
(Ο γεωργός χρησιμοποίησε ένα badil για να μετακινήσει το χώμα.)
El badil es una herramienta esencial en el cultivo.
(Το badil είναι ένα βασικό εργαλείο στην καλλιέργεια.)
Η λέξη "badil" δεν απαντά συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο τυπικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με εργασία ή παραγωγή. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα προτάσεων που αποτυπώνουν τη χρήση του:
Con un badil, se llega más lejos en el trabajo del campo.
(Με ένα badil, φτάνεις πιο μακριά στη δουλειά του χωριού.)
Un buen badil puede hacer la diferencia en la cosecha.
(Ένα καλό badil μπορεί να κάνει τη διαφορά στη συγκομιδή.)
El uso del badil ha sido fundamental en las técnicas agrícolas.
(Η χρήση του badil έχει υπήρξει θεμελιώδης στις γεωργικές τεχνικές.)
Η λέξη "badil" προέρχεται από τη λατινική λέξη "badii", που χρησιμοποιούνταν για να αναφέρεται σε εργαλεία που χρησιμοποιούνται για το σκάψιμο ή τη μεταφορά γης.
Συνώνυμα:
- Herramienta agrícola (γεωργικό εργαλείο)
- Pala (φτυάρι)
Αντώνυμα:
- Desprender (απελευθερώνω)
- Separar (διαχωρίζω)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "badil" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τη χρήση της στα ελληνικά.