Η λέξη "bagatela" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /βa.ɣa.ˈte.la/
Η λέξη "bagatela" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ασημαντο ή χωρίς αξία. Συχνά αναφέρεται σε αντικείμενα, πράγματα ή καταστάσεις που θεωρούνται ασήμαντα ή επιπόλαια. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτό πλαίσιο. Η λέξη είναι περισσότερο κοινή σε casual συνομιλίες.
No te preocupes, es solo una bagatela.
(Μη ανησυχείς, είναι απλώς μια ασημαντότητα.)
Su regalo fue una bagatela, pero aprecié el gesto.
(Το δώρο του ήταν ένα μικροπραγματάκι, αλλά εκτίμησα τη χειρονομία.)
Las quejas sobre el ruido son una bagatela comparadas con los problemas reales.
(Οι παράπονα για τον θόρυβο είναι μια ασημαντότητα σε σχέση με τα πραγματικά προβλήματα.)
Η λέξη "bagatela" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν την ελαφρότητα ή την έλλειψη σοβαρότητας σε κάποια θέματα.
No vale la pena discutir por una bagatela.
(Δεν αξίζει να συζητάς για μια ασημαντότητα.)
Es una bagatela que se olvidó tan pronto.
(Είναι μια ασημαντότητα που ξεχάστηκε τόσο γρήγορα.)
A veces, solo hacemos una montaña de una bagatela.
(Κάποιες φορές, μόνο και μόνο κάνουμε βουνό από μια ασημαντότητα.)
Al final, esa bagatela no afectó en nada la decisión.
(Τελικά, αυτή η ασημαντότητα δεν επηρέασε καθόλου την απόφαση.)
Es solo una bagatela que no vale la pena mencionar.
(Είναι απλώς μια ασημαντότητα που δεν αξίζει να αναφερθεί.)
Η λέξη "bagatela" προέρχεται από το γαλλικό "bagatelle", που σημαίνει "μικρό πράγμα" ή "ασήμαντο". Η γαλλική λέξη συνδέεται με το λατινικό "bagatella", και έχει βιώσει πολιτισμικές μετατροπές κατά τη διάρκεια της ιστορίας της.
Συνώνυμα: - trivialidad (ασήμαντος) - tontería (εκκεντρικότητα) - nimiedad (μικρότητα)
Αντώνυμα: - importancia (σημαντικότητα) - seriedad (σοβαρότητα) - valor (αξία)