Η λέξη "baila" είναι ρήμα.
/bai̯.la/
"Baila" είναι η τρίτη ενικού πρόσωπο του ρήματος "bailar", που σημαίνει "χορεύω". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη του χορού ή να δηλώσει ότι κάποιος χορεύει. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις και είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτές επικοινωνίες.
Εκείνη χορεύει σε όλες τις γιορτές.
Cada viernes, él baila salsa.
Η λέξη "baila" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Χορεύει στον ρυθμό της δικής του μουσικής. (Αυτό σημαίνει ότι κάποιος ζει με τον δικό του τρόπο, όπως θέλει.)
Cuando hay ritmo, ella siempre baila.
Όταν υπάρχει ρυθμός, εκείνη πάντα χορεύει. (Αυτό δείχνει την αγάπη κάποιου για τον χορό.)
Si la música suena, todos bailan.
Αν η μουσική παίζει, όλοι χορεύουν. (Αναφέρεται σε κοινωνικές περιστάσεις όπου όλοι συμμετέχουν στη διασκέδαση.)
No importa la ocasión, siempre que haya motivos, se baila.
Δε μας νοιάζει η περίσταση, αρκεί να υπάρχουν λόγοι, χορεύουμε. (Αυτό δείχνει ότι ο χορός είναι πάντα ευπρόσδεκτος.)
Bailas para olvidar tus problemas.
Η λέξη "baila" προέρχεται από το ρήμα "bailar", που έχει λατινικές ρίζες από το "ballare", το οποίο σημαίνει "χορεύω".
Συνώνυμα: - danza (χορός) - moverse (κινώ)
Αντώνυμα: - parar (σταματώ) - quedarse (μένω)
Αυτή η λέξη είναι συνυφασμένη με την κουλτούρα της μουσικής και του χορού στις ισπανόφωνες χώρες και συχνά συνοδεύει το συναίσθημα της χαράς και της ελευθερίας.