Το "bailar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /baiˈlaɾ/
Το "bailar" σημαίνει "να χορεύω". Χρησιμοποιείται στον προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινωνικές και πολιτιστικές αναφορές. Είναι μια κοινή λέξη και συναντάται συχνά στην καθημερινή ζωή, κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων ή καλλιτεχνικών παραστάσεων. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Hoy vamos a bailar en la fiesta.
Σήμερα θα χορέψουμε στη γιορτή.
Me gusta bailar salsa todos los sábados.
Μου αρέσει να χορεύω σάλσα κάθε Σάββατο.
Ella quiere aprender a bailar ballet.
Αυτή θέλει να μάθει να χορεύει μπαλέτο.
Το "bailar" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Bailar al son de alguien
Να χορεύεις σύμφωνα με τον ρυθμό κάποιου.
Μετάφραση: Να ακολουθείς τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις κάποιου.
Bailar en la cuerda floja
Να χορεύεις σε τεντωμένο σχοινί.
Μετάφραση: Να βρίσκεσαι σε επικίνδυνη ή αβέβαιη κατάσταση.
Bailar como un pez en el agua
Να χορεύεις όπως ο ψάρι στο νερό.
Μετάφραση: Να νιώθεις πολύ άνετα σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα.
¡No me hagas bailar!
Μην με κάνεις να χορεύω!
Μετάφραση: Μην με αναγκάζεις να κάνω κάτι που δεν θέλω.
Η λέξη "bailar" προέρχεται από το λατινικό "ballare", το οποίο σημαίνει "να χορεύω".
Συνώνυμα: - danzar (να χορεύω) - mover (να κινηθώ)
Αντώνυμα: - detener (να σταματήσω) - sentarse (να καθίσω)