bailar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bailar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "bailar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /baiˈlaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "bailar" σημαίνει "να χορεύω". Χρησιμοποιείται στον προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινωνικές και πολιτιστικές αναφορές. Είναι μια κοινή λέξη και συναντάται συχνά στην καθημερινή ζωή, κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων ή καλλιτεχνικών παραστάσεων. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Hoy vamos a bailar en la fiesta.
    Σήμερα θα χορέψουμε στη γιορτή.

  2. Me gusta bailar salsa todos los sábados.
    Μου αρέσει να χορεύω σάλσα κάθε Σάββατο.

  3. Ella quiere aprender a bailar ballet.
    Αυτή θέλει να μάθει να χορεύει μπαλέτο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "bailar" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Bailar al son de alguien
    Να χορεύεις σύμφωνα με τον ρυθμό κάποιου.
    Μετάφραση: Να ακολουθείς τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις κάποιου.

  2. Bailar en la cuerda floja
    Να χορεύεις σε τεντωμένο σχοινί.
    Μετάφραση: Να βρίσκεσαι σε επικίνδυνη ή αβέβαιη κατάσταση.

  3. Bailar como un pez en el agua
    Να χορεύεις όπως ο ψάρι στο νερό.
    Μετάφραση: Να νιώθεις πολύ άνετα σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα.

  4. ¡No me hagas bailar!
    Μην με κάνεις να χορεύω!
    Μετάφραση: Μην με αναγκάζεις να κάνω κάτι που δεν θέλω.

Ετυμολογία

Η λέξη "bailar" προέρχεται από το λατινικό "ballare", το οποίο σημαίνει "να χορεύω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - danzar (να χορεύω) - mover (να κινηθώ)

Αντώνυμα: - detener (να σταματήσω) - sentarse (να καθίσω)



22-07-2024