Η λέξη "bailarina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή για τη λέξη "bailarina" είναι: /bai̯laˈɾina/
Η λέξη "bailarina" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "χορεύτρια".
Η λέξη "bailarina" αναφέρεται σε μια γυναίκα που χορεύει, συνήθως σε επαγγελματικό επίπεδο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει χορεύτριες σε διάφορες παραστάσεις όπως μπαλέτο, μοντέρνος χορός, ληστρικός χορός ή σε θεατρικές παραγωγές. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται και στο γραπτό κείμενο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
La bailarina del teatro recibió muchos aplausos.
(Η χορεύτρια του θεάτρου έλαβε πολλά χειροκροτήματα.)
Estudia ballet para convertirse en bailarina profesional.
(Σπουδάζει μπαλέτο για να γίνει επαγγελματίας χορεύτρια.)
Η λέξη "bailarina" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον χορό ή την τέχνη της χορευτικής έκφρασης.
Παραδειγματικές προτάσεις με ιδιωματικές εκφράσεις:
Bailarina en el escenario, el mundo es tuyo.
(Χορεύτρια στη σκηνή, ο κόσμος είναι δικός σου.)
Ella se mueve como una bailarina en el aire.
(Αυτή κινείται σαν χορεύτρια στον αέρα.)
La bailarina lleva el ritmo en su sangre.
(Η χορεύτρια έχει τον ρυθμό στο αίμα της.)
Sólo una bailarina puede contar historias con su danza.
(Μόνο μια χορεύτρια μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες με τον χορό της.)
Η λέξη "bailarina" προέρχεται από το ρήμα "bailar", που σημαίνει "χορεύω", μαζί με το επίθημα "-ina", το οποίο χρησιμοποιείται για να σχηματίσει θηλυκά ουσιαστικά.
Συνώνυμα: - Danzaora (χορεύτρια) - Artista (καλλιτέχνης)
Αντώνυμα: - Espectador (θεατής) - Inactivo (ανενεργός)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "bailarina" στα Ισπανικά.