Η λέξη baile αναφέρεται σε μια οργανωμένη κίνηση των σωμάτων, συνήθως σε ρυθμό μουσικής, που είναι κοινώς γνωστή ως χορός. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει διάφορους τύπους χορού, είτε παραδοσιακούς είτε σύγχρονους. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να βρεί κανείς τη λέξη τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Αυτό το Παρασκευή υπάρχει ένας χορός στο σχολείο.
Me encanta aprender nuevos estilos de baile.
Μου αρέσει να μαθαίνω νέους χορευτικούς στυλ.
El baile de máscaras fue un evento espectacular.
Η λέξη baile χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Δεν μπορείς να χορέψεις χωρίς μουσική. (σημασία: για να υπάρχει ζωή ή δραστηριότητα, πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη αφορμή).
Al ritmo del baile.
Στον ρυθμό του χορού. (σημασία: ακολουθώντας τις εξελίξεις ή τις τάσεις).
Cada uno tiene su propio baile.
Ο καθένας έχει τον δικό του χορό. (σημασία: ο καθένας έχει τη δική του μοναδική προσέγγιση ή τρόπο).
El baile de la vida.
Η λέξη baile προέρχεται από το ρήμα bailar, το οποίο σημαίνει "χορεύω". Η ρίζα του μπορεί να αναζητηθεί στα λατινικά, όπου το ρήμα "ballare" έχει παρόμοια σημασία.