baja είναι ουσιαστικό και απαρέμφατο ρήμα.
[baxa]
Η λέξη baja έχει πολλές σημασίες στην ισπανική γλώσσα, ανάλογα με το συμφραζόμενο. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει μείωση ή μείωση κάποιου πράγματος, όπως στην περίπτωση των τιμών ή των αριθμών. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε αναρρωτική άδεια ή αποχώρηση από μια θέση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και μπορεί να βρεθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Διαφορετικά συμφραζόμενα όπου η λέξη χρησιμοποιείται περιλαμβάνουν την οικονομία (π.χ. "baja de precios" - μείωση τιμών), τη στρατιωτική και τη νομική γλώσσα (π.χ. "baja de personal" - αποχώρηση προσωπικού).
Η μείωση στις πωλήσεις ήταν απροσδόκητη.
El médico le dio una baja a causa de su enfermedad.
Ο γιατρός του έδωσε αναρρωτική άδεια λόγω της ασθένειας του.
Después de la baja de ruido, pudimos concentrarnos mejor.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι ζητούν "baja por enfermedad" όταν χρειάζονται χρόνο για ανάρρωση.
Baja de sueldos
Αυτή τη χρονιά, hubo una "baja de sueldos" en la empresa. (Φέτος, υπήρξε μείωση μισθών στην επιχείρηση.)
Dar de baja
El banco decidió "dar de baja" la cuenta inactiva. (Η τράπεζα αποφάσισε να διαγράψει τον ανενεργό λογαριασμό.)
Baja de personal
Η λέξη baja προέρχεται από το λατινικό "bajare," το οποίο σημαίνει "να κατεβάσετε" ή "να ελαττώσετε." Η σχηματιστική της σημασία έχει διατηρηθεί σε πολλές γλώσσες που προέρχονται από τα λατινικά.
Συνώνυμα: - Reducción (μείωση) - Disminución (ελάττωση) - Abandono (αποχώρηση)
Αντώνυμα: - Aumento (αύξηση) - Incremento (αύξηση)
Η λέξη baja έχει πλούσια σημασία και χρήση στην ισπανική γλώσσα, ενσαρκώνοντας την έννοια της μείωσης και της αποχώρησης σε διάφορους τομείς.