bajarse είναι ρήμα.
/baxaɾse/
Το bajarse σημαίνει κυρίως «να κατέβει κανείς από κάτι», όπως ένα όχημα ή μια σκηνή. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικές και γραπτές συνομιλίες για να αναφερθεί στην πράξη της αποχώρησης ή του να σταματήσει κανείς να χρησιμοποιεί κάτι.
Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στις συνομιλίες. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
Me voy a bajar del autobús en la próxima parada.
Θα κατέβω από το λεωφορείο στην επόμενη στάση.
Ella decidió bajarse del tren antes de llegar a su destino.
Αυτή αποφάσισε να κατέβει από το τρένο πριν φτάσει στον προορισμό της.
Es mejor bajarse del coche antes de que empiece a llover.
Είναι καλύτερα να κατέβεις από το αυτοκίνητο πριν αρχίσει να βρέχει.
Η λέξη bajarse χρησιμοποιείται σε πολλές ιδαίτερες εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Es hora de bajarse del burro y aceptar que estás equivocado.
Είναι ώρα να κατέβεις από το γαϊδούρι και να αποδεχτείς ότι κάνεις λάθος.
Bajarse los pantalones
No puedes bajarte los pantalones en una negociación.
Δεν μπορείς να υποχωρήσεις σε μια διαπραγμάτευση.
Bajarse a la realidad
Es necesario bajarse a la realidad y dejar de soñar.
Είναι απαραίτητο να επιστρέψεις στην πραγματικότητα και να σταματήσεις να ονειρεύεσαι.
Bajarse los brazos
Nunca debes bajarte los brazos ante los problemas.
Ποτέ δεν πρέπει να παραδίνεσαι μπροστά στα προβλήματα.
Bajarse de la nube
Το ρήμα bajarse προέρχεται από το ισπανικό ρήμα bajar, που σημαίνει «να κατέβει» ή «να μειωθεί», με την προσθήκη της αντωνυμίας «se» που υποδηλώνει ότι η ενέργεια αναφέρεται στον εαυτό.
Συνώνυμα: - descender - caer
Αντώνυμα: - subir - elevar
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση της λέξης bajarse στην ισπανική γλώσσα.