"bajito" είναι επίθετο (adjetivo).
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [baˈxito]
Η λέξη "bajito" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι μικρού ή χαμηλού ύψους. Είναι το μ diminutive (μειωτικό) της λέξης "bajo", που σημαίνει "χαμηλός" ή "μικρός". Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο στην καθημερινή ζωή των Ισπανόφωνων.
Το αγόρι είναι μικρός για την ηλικία του.
Me gusta este árbol porque es bajito y frondoso.
Μου αρέσει αυτό το δέντρο γιατί είναι χαμηλό και φυλλώδες.
El edificio es bajito y se integra bien con el paisaje.
Η λέξη "bajito" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνή όσο άλλες λέξεις. Εδώ είναι κάποιες παραδείγματα:
Είναι καλύτερα να μιλήσεις χαμηλόφωνα στη βιβλιοθήκη.
Bajito de ánimo.
Σήμερα νιώθω χαμηλή διάθεση γιατί δεν κοιμήθηκα καλά.
Bajito y mimoso.
Η λέξη "bajito" προέρχεται από το ισπανικό "bajo", που σημαίνει "χαμηλός". Το επίθημα "-ito" προστίθεται για να δηλώσει μια μειωτική έννοια.
Συνώνυμα: - Bajo - Pequeño
Αντώνυμα: - Alto - Grande